χαριτόγλωσσος

χαριτόγλωσσος
-η, -ο, Ν
αυτός που μιλά με καλά λόγια, κολακευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χαριτογλωσσώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φρ. Σκούφο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”